- σῑταρχία
- σῑτ-αρχία, ἡ, das Proviantamt, das eine Stadt, ein Heer mit Proviant versieht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σιταρχία — σιταρχίᾱ , σιταρχία commissariat fem nom/voc/acc dual σιταρχίᾱ , σιταρχία commissariat fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιταρχία — και σιταρκία, ἡ, ΜΑ [σιταρχῶ] η τροφοδοσία, η παροχή τροφής αρχ. 1. το αξίωμα τού σιτάρχου («διὰ τῶν ἐπιτραπέντων τὰς σιταρχίας», Φιλ.) 2. ο μισθός τών στρατιωτών σε χρήμα («ἕως ἂν ἑτοιμασθῇ μὲν κατὰ τὰς σιταρχίας αὐτοῑς», Πολ.) 3. η πληρωμή σε… … Dictionary of Greek
σιταρχίας — σιταρχίᾱς , σιταρχία commissariat fem acc pl σιταρχίᾱς , σιταρχία commissariat fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιταρχίαν — σιταρχίᾱν , σιταρχία commissariat fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιταρχίαις — σιταρχία commissariat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιταρκία — ἡ, Μ βλ. σιταρχία … Dictionary of Greek